Στις ακριβότερες χώρες στην χονδρεμπορική τιμή ρεύματος παραμένει η Ελλάδα, με μοναδική εναλλακτική την κρατική επιδότηση
Όταν οι τιμές ρεύματος παίρνουν την ανηφόρα… δύσκολα κατεβαίνουν και ειδικά στην ακριβή σε αυτόν τον τομέα Ελλάδα, όπου η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος συνεχίζει να κινείται σε ανησυχητικά επίπεδα: Ειδικότερα, με την χονδρεμπορική τιμή να έχει εκτιναχθεί τις τελευταίες μέρες εκ νέου στα 143 ευρώ ανά μεγαβατώρα, η χώρα μας παραμένει η πέμπτη ακριβότερη χώρα της Ευρώπης, μετά την Ουγγαρία (160 ευρώ/ΜWh), την Βουλγαρία – Ρουμανία (162,67 ευρώ/MWh) και την Μάλτα (143,75 ευρώ/MWh).
Μοναδική εναλλακτική, φαίνεται να είναι προς στιγμή, νέα κρατική επιδότηση στα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια σε συνέχεια της επιδότησης του Αυγούστου (1,6 λεπτά ανά κιλοβατώρα στα ελληνικά νοικοκυριά) με τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρο Σκυλακάκη να αφήνει ανοιχτό το θέμα της στήριξης, εφόσον οι τελικές τιμές ρεύματος συνεχίσουν να κυμαίνονται σε τόσο υψηλά επίπεδα.
Εν τω μεταξύ, χιλιάδες οικιακοί καταναλωτές που έχουν πράσινα και κίτρινα τιμολόγια, θα λάβουν τους λογαριασμούς του Αυγούστου συμπεριλαμβανομένης της επιδότησης. Επιδότηση, σύμφωνα με την πρόσφατη σχετική υπουργική απόφαση δεν θα λάβουν τα μεικτά κίτρινα τιμολόγια (δηλαδή όσα συνδυάζουν μια περίοδο μέχρι πέντε μήνες με σταθερή χρέωση και στη συνέχεια κυμαινόμενη), στην περίπτωση που η τελική τιμή τους είναι μικρότερη από 14 λεπτά ανά κιλοβατώρα.
Υπενθυμίζεται ότι το ΥΠΕΝ έχει προβλέψει τη δυνατότητα επιδότησης για τρεις μήνες (μέχρι και τον Οκτώβριο) μέχρι να ομαλοποιηθεί η χονδρεμπορική αγορά και ότι για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων εσόδων, επιβάλλει έκτακτο φόρο της τάξης των 10 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα στους ηλεκτροπαραγωγούς φυσικού αερίου. Πρόκειται για ένα μέτρο με το οποίο εκπρόσωποι της αγοράς δεν συμφωνούν επισημαίνοντας ότι επιβαρύνει και αυτό το κόστος της χονδρεμπορικής κάτι που μετακυλίεται και στις τιμές της λιανικής.
Δυστυχώς, τόσο οι πολυσυζητημένες στρεβλώσεις και ελλείψεις της ελληνικής ενεργειακής αγοράς ηλεκτρισμού (απουσία spot αγοράς, με αποτέλεσμα οι ηλεκτροπαραγωγοί να τιμολογούν με βάση την τιμή του φυσικού αερίου τον προηγούμενο μήνα και όχι με βάση τις τρέχουσες τιμές), όσο και οι διεθνείς εξελίξεις με τις συνεχιζόμενες αναταράξεις στην Μέση Ανατολή, κάθε άλλο παρά ευνοούν εκλογίκευση των τιμών. Επιπλέον και στην Ευρώπη, παρατηρούνται σημαντικές αυξήσεις στην αγορά ηλεκτρισμού, που οφείλονται σε όλες τις αβεβαιότητες αλλά και στην μείωση της ροής φυσικού αερίου, καθώς ουσιαστικά, βασικός προμηθευτής αερίου για τις ευρωπαϊκές χώρες είναι πλέον μόνον η Νορβηγία, η οποία όμως αυτήν την περίοδο πρέπει να συντηρήσει τις υποδομές της.
Στην πολιτική επικαιρότητα θα παραμείνουν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας
Εν τω μεταξύ, παράγοντες της ενεργειακής αγοράς εκτιμούν ότι το θέμα των τιμών ρεύματος θα συνεχίσει να τροφοδοτεί και την πολιτική επικαιρότητα, καθώς η κρατική επιδότηση δεν θεωρείται βιώσιμη λύση και δεν μπορεί να αποτελεί την μοναδική ουσιαστικά εναλλακτική σε εκτεταμένες περιόδους κρίσης. Υπενθυμίζεται, ότι ήδη για τις νέες αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, επιτέθηκε πρόσφατα στο ΥΠΕΝ με αφορμή τα στοιχεία της Eurostat τον Ιούλιο, σύμφωνα με τα οποία, τον Ιούλιο 2024 η Ελλάδα κατέλαβε την τρίτη θέση στην κατάταξη των χωρών της ΕΕ με τη μεγαλύτερη αύξηση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και επανέφερε την γνωστή του πρόταση για πλαφόν στο ποσοστό κέρδους κατά 5%. Τα στοιχεία της Eurostat εμφανίζουν την Ελλάδα με αύξηση 9,5% στην τιμή του ρεύματος και να ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (0,8%) κατά 11 φορές, όταν για τον ίδιο μήνα (Ιούλιο), 10 χώρες εμφάνισαν μείωση τιμών και 14 χώρες είχαν μηδενική ή ανεπαίσθητη αύξηση. Σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, το πλαφόν είναι απαραίτητο λόγω της ελληνικής στρέβλωσης του χρηματιστηρίου ενέργειας και της οριακής τιμολόγησης με βάση την τιμή της πιο ακριβής μονάδας φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το 80% του ημερήσιου ηλεκτρικού ρεύματος παράγεται από ΑΠΕ με ελάχιστο κόστος, θα τιμολογείται όλο με την τιμή που δίνει η ακριβότερη θερμική μονάδα, που έχει και το μεγαλύτερο κόστος παραγωγής.
Σε σχετική του απάντηση, το ΥΠΕΝ επικαλέστηκε τον μηνιαίο πίνακα τιμών που ανακοινώνει το HEPI (Household Energy PriceIndex), ο οποίος κατατάσσει σταθερά την Ελλάδα κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε. στις τιμές των οικιακών καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας και ειδικότερα για τον Ιούλιο του 2024, όπου, σύμφωνα με τον πίνακα, η χώρα μας βρίσκεται στην 18η θέση μεταξύ 33 ευρωπαϊκών κρατών.
Επεσήμανε επίσης ότι: Το μοντέλο της χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού, που διαθέτει ως κεντρικό χαρακτηριστικό την οριακή τιμολόγηση παραμένει ξεκάθαρη επιλογή της Ε.Ε. ως συνολικότερος τρόπος καθορισμού της τιμής στην Ευρωπαϊκή χονδρεμπορική αγορά, επομένως πρόκειται για Ευρωπαϊκή υποχρεωτική πρόβλεψη. Υπενθύμισε επίσης, ότι απο το φθινόπωρο του 2021 έως και σήμερα έχουν χορηγηθεί επιδοτήσεις, μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, που ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ, μειώνοντας το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές σε ανεκτό επίπεδο, ακόμα και όταν οι τιμές του φυσικού αερίου και του ρεύματος διεθνώς είχαν εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα.
Εφαρμόστηκε επίσης ο μηχανισμός ανάκτησης των υπερ εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών από τον Ιούλιο του 2022 έως και τον Δεκέμβριο του 2023 συγκεντρώνοντας περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ, τα οποία διοχετεύθηκαν, αυτομάτως, στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας για τη συγκράτηση των τιμών ενώ για την ίδια περίοδο φορολογήθηκαν με 90% τα υπερ έσοδα των ηλεκτροπαραγωγών. Θεσπίστηκε επίσης απο τον Ιανουάριο του 2024 το Ειδικό Τιμολόγιο (πράσινης χρωματικής σήμανσης), φορολογήθηκαν εκτάκτως για τον μήνα Αύγουστο 2024 οι ηλεκτροπαραγωγοί που χρησιμοποιούν ως καύσιμο το φυσικό αέριο, και επιδοτήθηκαν οι οικιακοί καταναλωτέςμε 1,6 λεπτά/kWhγια τις πρώτες 500 kWh, ώστε η τελική τιμή για την πλειοψηφία της συγκεκριμένης κατηγορίας καταναλωτών να παραμείνει κάτω από το επίπεδο των 15 λεπτών/kWh. Επιπλέον, για το σύνολο των αγροτών «τρέχει» ήδη, η ένταξή τους στο Τιμολόγιο ΓΑΙΑ με τιμές από 9,3-11 λεπτά/kWh, ενώ με το συγκεκριμένο τιμολόγιο εξασφαλίζεται η μακροχρόνια πρόσβαση (10 χρόνια) των αγροτικών καταναλωτών σε χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.