860 γιγαβατώρες (GWh) πράσινης ενέργειας περικόπηκαν στην Ελλάδα το 2024, δηλαδή το 3,3% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ
Τους λόγους για τους οποίους το ελληνικό δίκτυο σταθμών και υποσταθμών δεν ευνοεί την παραγωγή από ΑΠΕ, αλλά και τα επιμέρους προβλήματα χωρητικότητας, που καταγράφονται στους μετασχηματιστές υψηλής και μέσης τάσης του ΔΕΔΔΗΕ, διερεύνησε η νέα ανάλυση της ΔιαΝΕΟσις για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη προσαρμογή και η αναβάθμιση του δικτύου της χώρας μας, αποτελούν την πλέον αναγκαία προϋπόθεση για την πράσινη μετάβασή της.
Υπερδιπλάσιες περικοπές το 2024 σε σχέση με το 2023
Σύμφωνα με τα επίκαιρα στοιχεία της ανάλυσης, την οποία υπογράφουν η Φαίη Μακαντάση, Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις και ο Ηλίας Βαλεντής, Senior Research Analyst του οργανισμού:
Μέσα στο 2024 περικόπηκαν στην Ελλάδα 860 γιγαβατώρες (GWh) πράσινης ενέργειας, λόγω της μειωμένης δυνατότητας αποθήκευσης της αποθήκευσης της ενέργειας αυτής και της περιορισμένης χωρητικότητας των δικτύων. Το πλεόνασμα που προκύπτει λόγω των παραπάνω περιορισμών δεν μπορεί να αξιοποιηθεί πάντα. Το ρεύμα που «πετάχτηκε» αντιστοιχεί στο 3,3% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που παράχθηκε από ΑΠΕ το 2024 και είναι υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου του 2023.
Γιατί «πετάμε» το ρεύμα
Όπως εξηγούν οι αναλυτές, κάποιες τεχνολογίες ΑΠΕ, όπως π.χ. τα φωτοβολταϊκά, παράγουν δυσανάλογη ποσότητα ενέργειας κάποιες ώρες της ημέρας, π.χ. με την ηλιοφάνεια. Αντίστοιχα, άλλες τεχνολογίες, όπως οι ανεμογεννήτριες, εξαρτώνται από την περιοδικότητα καιρικών φαινομένων. Καθώς δεν υπάρχουν εξελιγμένες τεχνολογίες αποθήκευσης και τα δίκτυα έχουν περιορισμένη χωρητικότητα, το πλεόνασμα που προκύπτει λόγω των παραπάνω περιορισμών δεν μπορεί να αξιοποιηθεί πάντα.
Αν όμως μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε αυτήν την ποσότητα χαμένης πράσινης ενέργειας, το μερίδιο των ΑΠΕ στην κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα θα αυξάνονταν κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 55,3% σε 57%) και κυρίως η Ελλάδα θα είχε καθαρές εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας πάνω από 1,1 τεραβατώρες (TWh).
Που πάσχει το ελληνικό δίκτυο
Τι συμβαίνει όμως με το ελληνικό δίκτυο και γιατί δεν ευνοεί τις ΑΠΕ;
Καθώς η ηλεκτρική ενέργεια περνάει στο δίκτυο μεταφοράς και διανομής, ένα μέρος της χάνεται σε θερμότητα στους αγωγούς και σε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στους μετασχηματιστές του δικτύου.
Το ελληνικό δίκτυο σταθμών και υποσταθμών δεν είναι κατάλληλα σχεδιασμένο ώστε να ευνοεί την παραγωγή από ΑΠΕ. Σύμφωνα με τους ερευνητές της ΔιαΝΕΟσις, ένα καλύτερα σχεδιασμένο δίκτυο, περισσότερο προσαρμοσμένο στις ανάγκες των ΑΠΕ και συχνότερα προσαρμοζόμενο σε νεότερες ανάγκες, θα μπορούσε να περιορίσει τέτοιες απώλειες.
Τα προβλήματα χωρητικότητας
Επιπλέον, καταγράφονται σημαντικά προβλήματα χωρητικότητας σχεδόν στο 1/4 των μετασχηματιστών υψηλής προς μέσης τάσης του ΔΕΔΔΗΕ. Συγκεκριμένα: Από συνολικά 453 μετασχηματιστές, 29 έχουν εξαντλήσει το θερμικό τους περιθώριο, 82 έχουν εξαντλήσει το περιθώριο στάθμης βραχυκύκλωσης και 5 έχουν εξαντλήσει ταυτόχρονα και τα δύο αυτά περιθώρια.
Οι παραπάνω προκλήσεις συχνά λειτουργούν ταυτόχρονα: Για παράδειγμα, μια νέα μονάδα ΑΠΕ τοποθετημένη σε ένα λιγότερο βολικό σημείο για το δίκτυο, η οποία παράγει διαφορετικές ποσότητες μέσα στην ημέρα, μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη τεχνική απώλεια. Πώς ακριβώς; Η παραγόμενη ενέργεια κάποιες ώρες της ημέρας μπορεί είτε να εξαντλεί τις δυνατότητες απορρόφησης από το τοπικό δίκτυο και γι’ αυτό να πρέπει να μεταφερθεί σε πιο μακρινούς «παρακαμπτήριους» σταθμούς και υποσταθμούς του δικτύου, αυξάνοντας επομένως και την απώλεια.
15 GW λειτουργούν σήμερα – έως 30 GW η δυνατότητα υποδοχής
Εν τω μεταξύ, παρά τις προκλήσεις οι επενδύσεις ΑΠΕ αναπτύσσονται με επιθετικούς ρυθμούς: Σε €9,5 δισ. εκτιμάται το ύψος των επενδύσεων τα τελευταία 5 έτη σε έργα δημιουργίας μονάδων ΑΠΕ, συνοδευτικά έργα και έργα υποδομών και δικτύων. Οι ΑΠΕ που λειτουργούν σήμερα, έχουν συνολική ισχύ 15 γιγαβατώρες (GW) ενώ η δυνατότητα υποδοχής του υπάρχοντος συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζεται σε 28 έως 30 GW.
Από το 2019 έως το 2024, η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, πλην υδροηλεκτρικών, υποδηλώνει μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 15,6%.
Το 2024, η πλειονότητα (55,3%) της ζητούμενης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα της Ελλάδας καλύφθηκε από ΑΠΕ. Αυτό επιτεύχθηκε για πρώτη φορά το 2023 (51,4%), με το μερίδιο κάλυψης να αυξάνεται γρήγορα.
Η συνολική καθαρή παραγωγή ξεπέρασε το 2024 τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 307 MWh. Δηλαδή, η ανάγκη για εισαγωγές μηδενίστηκε πέρυσι και θεωρητικά η χώρα θα μπορούσε να εξάγει ένα οριακό πλεόνασμα, περίπου 0,6% της ζήτησης.
Τι πρέπει να γίνει
Προκειμένου να συνεχιστούν και να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από την ανάπτυξη των ΑΠΕ (Απεξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την καύση άνθρακα – όσον αφορά τον ηλεκτρισμό, τις ακόλουθες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και τις εισαγωγές ενεργειακών αγαθών από το εξωτερικό), οι αναλυτές προτείνουν κατά προτεραιότητα:
- Τη μείωση της διαχρονικής γραφειοκρατίας (απαλλοτριώσεις, περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις, κατασκευαστικοί διαγωνισμοί, επίλυση προσφυγών κτλ.) που σχετίζεται με την πραγματοποίηση απαραίτητων έργων υποδομής.
- Την εύρεση επαρκούς ηλεκτρικού χώρου για όλες τις επερχόμενες μονάδες ΑΠΕ, προκειμένου να μην ανακοπεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα.
- Τον εξηλεκτρισμό σημαντικού μέρους των αναγκών ενέργειας που καλύπτονται σήμερα από άλλα ενεργειακά αγαθά (π.χ. οι ενεργειακές ανάγκες μετακίνησης/μεταφοράς).
- Την ανάπτυξη των δυνατοτήτων αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας.
- Την αναβάθμιση των διεθνών διασυνδέσεων του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος με γειτονικές χώρες.