Σταύρος Παπαθανασίου, καθηγητής ΕΜΠ: Μόνη προστασία έναντι των περικοπών, η επαρκής ανάπτυξη της αποθήκευσης

You are currently viewing Σταύρος Παπαθανασίου, καθηγητής ΕΜΠ: Μόνη προστασία έναντι των περικοπών, η επαρκής ανάπτυξη της αποθήκευσης
Ο κ. Σταύρος Παπαθανασίου, καθηγητής ΕΜΠ. Στιγμιότυπο από την συμμετοχή του στο φόρουμ της A Energy «Επενδύοντας στην Πράσινη Ενεργειακή Μετάβαση».

Σε συνθήκες διείσδυσης ΑΠΕ της τάξης του 60%, η αποθήκευση πρέπει να καλύψει περί τα 1700 MW προκειμένου οι περικοπές να παραμείνουν χαμηλότερες του 5%

Η επαρκής ανάπτυξη της αποθήκευσης είναι η μόνη ουσιαστική προστασία έναντι των περικοπών και αρνητικών τιμών, τόνισε ο κ. Σταύρος Παπαθανασίου, καθηγητής ΕΜΠ, συντονιστής της Ομάδας Διοίκησης Έργου για την Αποθήκευση Ενέργειας που εισηγήθηκε το θεσμικό πλαίσιο για την αποθήκευση στο ΥΠΕΝ και μέλος της αντίστοιχης Ομάδας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που δημιουργούνται από την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ.

Στο επίκαιρο άρθρο του που περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα που ετοιμάζει το energypress για τις προκλήσεις και προσδοκίες στον ενεργειακό τομέα το 2025, ο κ. Παπαθανασίου, ο οποίος υπήρξε ο “αρχιτέκτων” του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για την αποθήκευση, εξηγεί με απόλυτη ειλικρίνεια γιατί, παρά τις όποιες προσπάθειες η αποθήκευση είναι η μόνη λύση στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το σύστημά μας, με ετήσια διείσδυση ΑΠΕ 50-60%,. Για να υπενθυμίσει ότι η μελέτη για τη ΡΑΕ που ποσοτικοποίησε τις ανάγκες αποθήκευσης του ελληνικού συστήματος στις αρχές του 2020 και αφορούσε συνθήκες διείσδυσης ΑΠΕ της τάξης του 60%, προέβλεπε ανάγκες αποθήκευσης περί τα 1700 MW προκειμένου οι περικοπές να παραμείνουν χαμηλότερες του 5%. Ο όγκος αυτός έργων αποθήκευσης δεν έχει ακόμα αρχίσει να τίθεται σε λειτουργία και αυτό δεν αναμένεται να συμβεί πριν από το 2026.

Μέχρι τότε, οι περικοπές παραγωγής, οι χαμηλές τιμές αγορών και οι κίνδυνοι για την ασφάλεια του ηλεκτρικού μας συστήματος που συνοδεύουν τις καταστάσεις υπερπαραγωγής θα υφίστανται σε αυξανόμενο βαθμό.

Οδυνηρή, αλλά αναπόφευκτη η απώλεια παραγωγής…

Τα βασικά σημεία στα οποία επιμένει στο άρθρο του ο κ. Παπαθανασίου έχουν ως εξής:

Οι περικοπές είναι συνυφασμένες με την υψηλή διείσδυση των διακοπτόμενων και στοχαστικών ΑΠΕ. Συνιστούν οδυνηρή, αλλά αναπόφευκτη, απώλεια παραγωγής και η λύση για τον περιορισμό τους είναι πρωταρχικά η ανάπτυξη επαρκούς αποθήκευσης και ακολούθως η επέκταση της ικανότητας των διασυνδέσεων και η ευελιξία της ζήτησης -το τελευταίο ιδιαίτερα δύσκολο. Αν όλα γίνουν σωστά, μπορούμε να κινηθούμε σε ένα εύλογο επίπεδο περικοπών, χαμηλότερο του 5% για το σύνολο των ΑΠΕ, με την έκθεση των ΦΒ να είναι μεγαλύτερη από άλλες τεχνολογίες. Σημαντικές γεωγραφικές διαφοροποιήσεις δεν αναμένονται, εφόσον διατηρήσουμε τον ορθολογισμό στην πρόσβαση στο δίκτυο, αποφεύγοντας μεγάλες υπερβάσεις της ικανότητας υποδοχής που θα οδηγήσουν σε τοπικό κορεσμό.

Πέρα από τις περικοπές καθ’ εαυτές, ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράπλευρο ζήτημα είναι η συστηματική εμφάνιση μηδενικών και αρνητικών των τιμών εκκαθάρισης της ημερήσιας αγοράς, που συνοδεύει την εμφάνιση καταστάσεων πλεονάζουσας παραγωγής. Αυτό οδηγεί στη διάθεση του συνόλου της παραγωγής ΑΠΕ χωρίς έσοδα αγοράς, ακόμα και αυτής που δεν περικόπτεται, καθώς και στην απώλεια της λειτουργικής ενίσχυσης υπό το ισχύον καθεστώς στήριξης. Ο όγκος ενέργειας που εκ του λόγου αυτού δεν αποφέρει έσοδα είναι πολλαπλάσιος της περικοπτόμενης/μη παραγόμενης ενέργειας. Αυτό θίγει τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων έργων και δημιουργεί υπαρξιακό ρίσκο για την υλοποίηση νέων που θα βασίζονται σε έσοδα από τις αγορές ή σε σχήματα στήριξης όπως αυτά που εφαρμόζουμε σήμερα

Η “κανονικότητα” των περικοπών σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης

Το 2024 οι περικοπές αποτέλεσαν μέρος της «κανονικότητας», με το επίπεδό τους να φθάνει για ορισμένες κατηγορίες έργων σε υψηλά μονοψήφια ποσοστά και να δημιουργεί αβεβαιότητα και προβληματισμό για τα αμέσως επόμενα έτη. Οι αιτίες για τις περικοπές συχνά αποδίδονται εσφαλμένα στην ανεπάρκεια ηλεκτρικού χώρου, δηλαδή σε κορεσμό των δικτύων. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των περικοπών οφείλονται στο ισοζύγιο παραγωγής-ζήτησης στην ημερήσια αγορά, ενώ ένα επίσης μεγάλο μέρος σχετίζεται με τις ανάγκες εξισορρόπησης του συστήματος, αλλά όχι στον δικτυακό κορεσμό.

Παρ’ ότι οι αιτίες των περικοπών (ισοζύγιο και ανάγκες εξισορρόπησης) και η διαπίστωση της αναγκαιότητας για την επιβολή τους συμβαίνει πολύ νωρίτερα από τον πραγματικό χρόνο, ο τρόπος που σήμερα εφαρμόζονται, με εντολές set-point πραγματικού χρόνου και αποσυνδέσεις από το δίκτυο, έχει χαρακτήρα διαχείρισης έκτακτης ανάγκης. Αυτό συμβαίνει πρωτίστως διότι το πρόγραμμα αγοράς, το οποίο εκφράζει τη δυνατότητα απορρόφησης παραγωγής ΑΠΕ, δεν τηρείται από τους συμμετέχοντες. Αφενός διότι οι σταθμοί και οι ΦοΣΕ που τους εκπροσωπούν δεν έχουν τα τεχνικά συστήματα για τον έλεγχο των έργων και αφετέρου διότι το πλαίσιο των αγορών δεν παρέχει επαρκή κίνητρα ώστε να συμμορφωθούν. Επιπλέον, οι περικοπές που επιβάλλονται από τους διαχειριστές δεν κατανέμονται συμμετρικά σε όλα τα έργα, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων διαχείρισης της παραγωγής ΑΠΕ στο επίπεδο του ΕΔΔΗΕ.

Προτεινόμενες βελτιωτικές παρεμβάσεις

Στην Ομάδα Διοίκησης Έργου (ΟΔΕ) «για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που δημιουργούνται από την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ σε σχέση με τον περιορισμένο διαθέσιμο ηλεκτρικό χώρο» που συνέστησε το ΥΠΕΝ έχουμε διαμορφώσει σαφή άποψη για τα ζητήματα των περικοπών και έχουμε υποβάλει προτάσεις στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου οι οποίες αφορούν:

  • Τα βασικά θέματα αρχών που οφείλουν να διέπουν τις περικοπές παραγωγής ΑΠΕ (ποια έργα αφορούν και ποια μπορούν να εξαιρούνται, εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να αποζημιώνονται κ.ά.).
  • Την επέκταση της ελεγξιμότητας των έργων ΑΠΕ που συνδέονται στο δίκτυο διανομής, με ανάπτυξη συστημάτων από τους παραγωγούς, τους ΦοΣΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλέστερη διαχείριση των καταστάσεων υπερπαραγωγής και η δικαιότερη κατανομή των περικοπών, όποτε αυτές απαιτούνται. Επιπλέον, τη θέσπιση μέτρων για εφαρμογή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπου ο όγκος των έργων υπό διαχείριση δεν επαρκεί για περιορισμό της υπερπαραγωγής.
  • Τον μηχανισμό αναδιανομής της λειτουργικής ενίσχυσης που λαμβάνουν τα έργα, για την αποκατάσταση των ασυμμετριών που συνοδεύουν την υλοποίηση των περικοπών και των επιπτώσεων που προκύπτουν στα έσοδα των έργων από τη λειτουργική ενίσχυση.
  • Τις αναγκαίες παρεμβάσεις στις αγορές ηλεκτρισμού, κυρίως στην αγορά εξισορρόπησης, με μέτρα όπως η επαναφορά των αρνητικών τιμών, που θα συμβάλλουν στην τήρηση των προγραμμάτων αγοράς από τους ίδιους τους συμμετέχοντες και θα δώσουν κίνητρα για τη διαμόρφωση κατανεμόμενων χαρτοφυλακίων ΑΠΕ, με στόχο την υλοποίηση των περικοπών με συντεταγμένο τρόπο μέσω της παροχής καθοδικών εφεδρειών.

Εάν οι προταθείσες παρεμβάσεις υλοποιηθούν και αποδώσουν, θα μεταβούμε σε ένα πιο ορθολογικό περιβάλλον, όπου η εφαρμογή των περικοπών θα ακολουθεί κατά βάση τους κανόνες των αγορών και θα υλοποιείται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες στη βάση οικονομικών προσφορών τους. Ο κύριος όγκος θα προκύπτει στο επίπεδο της αγοράς επόμενης ημέρας και δευτερευόντως στην αγορά εξισορρόπησης, ενώ ο όγκος ανακατανομής λόγω δικτυακών περιορισμών θα είναι περιορισμένος, εφόσον η χορήγηση προσφορών σύνδεσης δεν οδηγήσει σε σημαντική υπέρβαση της ικανότητας υποδοχής των δικτύων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανακατανομή μέσω επιβολής setpoint πραγματικού χρόνου θα συμβαίνει κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες καταστάσεις και μόνο, αντί να αποτελεί την κανονικότητα που βιώνουμε σήμερα. Και όποτε αυτή συμβαίνει θα υπόκειται σε αποζημίωση, με βάση τους κανόνες που θέτει ο Κανονισμός ΕΕ 2019/943.

Η ουσιαστική προστασία και ο περιορισμός των επενδυτικών ρίσκων

Η μόνη ουσιαστική προστασία έναντι των περικοπών και αρνητικών τιμών είναι η επαρκής ανάπτυξη της αποθήκευσης. Στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το σύστημά μας, με ετήσια διείσδυση ΑΠΕ 50-60%, η κατάσταση είναι απόλυτα κρίσιμη αναφορικά με την είσοδο της αποθήκευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μελέτη που ποσοτικοποίησε τις ανάγκες αποθήκευσης του ελληνικού συστήματος, την οποία εκπονήσαμε για τη ΡΑΕ στις αρχές του 2020 και αφορούσε συνθήκες διείσδυσης ΑΠΕ της τάξης του 60%, προέβλεπε ανάγκες αποθήκευσης περί τα 1700 MW προκειμένου οι περικοπές να παραμείνουν χαμηλότερες του 5%. Ο όγκος αυτός έργων αποθήκευσης δεν έχει ακόμα αρχίσει να τίθεται σε λειτουργία και αυτό δεν αναμένεται να συμβεί πριν από το 2026. Μέχρι τότε, οι περικοπές παραγωγής, οι χαμηλές τιμές αγορών και οι κίνδυνοι για την ασφάλεια του ηλεκτρικού μας συστήματος που συνοδεύουν τις καταστάσεις υπερπαραγωγής θα υφίστανται σε αυξανόμενο βαθμό.

Η δυνατότητα ανάπτυξης έργων αποθήκευσης με όρους αγοράς είναι ορθή, αλλά εκτιμούμε ότι δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των συνόλου των αναγκών. Η επέκταση των σχημάτων στήριξης, στον βαθμό που απαιτείται για την υλοποίηση του απαιτούμενου όγκου αποθήκευσης, είναι επιβεβλημένη ως η κύρια λύση θωράκισης του ηλεκτρικού μας συστήματος και των επενδύσεων ΑΠΕ έναντι ενός υπαρκτού και προβλέψιμου κινδύνου, τον οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, ούτε να μεταθέσουμε στην αγορά την αντιμετώπισή του.

Σε κάθε περίπτωση, περικοπές της παραγωγής ΑΠΕ θα συνεχίσουν να υφίστανται, με τον κύριο όγκο τους να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της κατανομής, όπως και η έκθεση των έργων στις μηδενικές/αρνητικές τιμές αγοράς που τις συνοδεύουν. Ο περιορισμός της έκθεσης των επενδύσεων στα ρίσκα αυτά μπορεί να γίνει μέσω σχημάτων στήριξης τα οποία θα βασίζονται σε αρχές διαφορετικές των σημερινών και ειδικότερα δεν θα συναρτούν την αποζημίωση των έργων με τη μετρούμενη παραγωγή τους, αλλά με μεγέθη αναφοράς που θα ενσωματώνουν και αντισταθμίζουν τα ρίσκα περικοπών και τιμών αγοράς (non-production based CfDs).