Ενόψει του θεσμικού πλαισίου για το βιομεθάνιο, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη από τους αρμοδίους τα ευρωπαϊκά δεδομένα στο χώρο
Βιώσιμες χαρακτήρισε τις επενδύσεις στο βιομεθάνιο, ο κ. Οδυσσέας Ρηγόπουλος, Διευθυντής Ανατολικής Ευρώπης, Heygaz Biomethane S.L. κατά τη διάρκεια του 2ου Φόρουμ «Ενεργειακή Αξιοποίηση Αποβλήτων, Βιομάζα, Βιομεθάνιο» της Α Energy, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με τη συνεργασία του ΥΠΕΝ, του ΚΑΠΕ και της ΕΕΔΣΑ. Παρουσιάζοντας εξάλλου, το επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας στην Ελλάδα, επεσήμανε ότι, ενόψει του θεσμικού πλαισίου για το βιομεθάνιο, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη από τους αρμοδίους τα ευρωπαϊκά δεδομένα και εξελίξεις.
Ποια είναι όμως η Heygaz Biomethane S.L., η οποία έχει ήδη αποκτήσει τέσσερεις μονάδες βιοαερίου στην Ελλάδα και αναπτύσσει συνολικά 25 μονάδες πανευρωπαϊκά; Κι ακόμα πώς βλέπει ένας ξένος επενδυτής, την ανατέλλουσα αγορά του βιομεθανίου στην Ελλάδα;
Ερωτώμενος σχετικά από τον συντονιστή του πάνελ κ. Κωνσταντίνο Ελευθεριάδη, Partner, Financial Advisory Services, Energy Industry Leader, Deloitte Greece, ο κ. Ρηγόπουλος σύστησε εκ νέου στο ενδιαφερόμενο κοινό την Heygaz, καθώς οι δραστηριότητες της, δηλαδή η ανάπτυξη του βιομεθανίου, εντάσσονταν μέχρι πρότινος στον όμιλο Μolgas. Ο Όμιλος Μolgas, με ιστορία 25 χρόνων και διοικητική έδρα την Μαδρίτη, είναι από τους μεγαλύτερους προμηθευτές LNG και BioLNG, παραδίδοντας ετησίως περισσότερα από 22.000 φορτία LNG και BioLNG σε τελικούς καταναλωτές σε 10 χώρες στους τομείς της βιομηχανίας, των οδικών μεταφορών και της ναυτιλίας. Βασικός μέτοχος της Μolgas, είναι γαλλικό private equity fund.
Με πάνω από 25 μονάδες το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα
Τον Σεπτέμβριο του 2023, πάρθηκε η απόφαση να περάσει η δραστηριότητα του βιομεθανίου σε μια ξεχωριστή εταιρεία και έτσι δημιουργήθηκε η Heygaz, στοχεύοντας στο κομμάτι της παραγωγής βιομεθανίου. Στην Μolgas παρέμεινε το κομμάτι της εμπορίας του LNG και BioLNG με βασικό μέτοχο το ίδιο fund. Μέσα σε λίγους μήνες, η Heygaz εξαγόρασε 6 λειτουργούσες μονάδες βιοαερίου και βιομεθανίου και αυτή τη στιγμή, διαθέτει συνολικά 7 λειτουργούσες μονάδες στην Ευρώπη, στις οποίες μέχρι το τέλος του 2025 θα έχουν προστεθεί ακόμα 9. Το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας σε πιο ώριμη φάση, περιλαμβάνει πάνω από 25 μονάδες.
Το «ρίσκο» και οι προοπτικές των επενδύσεων στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η Heygaz κατέχει ήδη μέσω πρόσφατων εξαγορών, τέσσερις μονάδες βιοαερίου. Πρόκειται, για ένα υποχρεωτικό όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ρηγόπουλος, ενδιάμεσο βήμα προκειμένου να επιτευχθεί ο τελικός επενδυτικός στόχος που είναι, η μετατροπή τους σε μονάδες βιομεθανίου.
Στο ερώτημα πώς βλέπει ένας ξένος επενδυτής, ο οποίος πραγματοποιεί σήμερα είσοδο στην ελληνική αγορά, τις προοπτικές του βιομεθανίου, ο Διευθυντής Ανατολικής Ευρώπης της Heygaz, απάντησε ότι «προφανώς αν δεν πιστεύαμε ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις είναι βιώσιμες δεν θα προχωρούσαμε σε αυτές τις κινήσεις». Δεν έκρυψε πάντως, ότι η επενδυτική απόφαση για την Ελλάδα ήταν αρκετά τολμηρή, καθώς, όχι απλώς δεν υπάρχουν μονάδες βιομεθανίου, αλλά πρακτικά δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, ούτε καν το θεσμικό πλαίσιο. Για να προσθέσει, ότι η σημαντική πρόκληση της περιόδου προκειμένου να ξεκινήσουν οι περαιτέρω επενδυτικές διαδικασίες, είναι να δημιουργηθεί το ταχύτερο δυνατό το βασικό θεσμικό πλαίσιο, έστω και χωρίς να περιλαμβάνει στο πρώτο στάδιο όλες τις λεπτομέρειες.
Σε ότι αφορά τις λοιπές προκλήσεις, ο κ. Ρηγόπουλος επέμεινε και από τη δική του πλευρά στο πρόβλημα της πρώτης ύλης, το οποίο στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από αταξία και έλλειψη στρατηγικής, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες που τηρούν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διαχείρισης των αποβλήτων τους.
Επισήμανε επίσης ότι στην Ελλάδα, οι παραγωγοί αποκτούν τις πρώτες ύλες κυρίως με spot αγορές και όχι με μακροπρόθεσμα συμβόλαια, κάτι το οποίο δημιουργεί μια μεγάλη ευαισθησία στο πώς θα αποδώσει τελικά μια επένδυση και αν θα είναι βιώσιμη.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυσκολίας που δημιουργεί η πρώτη ύλη, ανέφερε το εξής: «Αν είχαμε μια ελληνική μονάδα παραγωγής βιομεθανίου αρκετά μεγαλύτερη από το μέσο μέγεθος μιας μονάδας βιοαερίου, με μια πολύ αισιόδοξη προσέγγιση και με εξαιρετικά καλή διαχείριση, το κόστος της πρώτης ύλης θα άγγιζε το 50-60% των λειτουργικών εξόδων».
Την ίδια στιγμή, σε αντίστοιχες επενδύσεις στην Ευρώπη, η πρώτη ύλη θεωρείται ως ένα έξτρα revenue stream (πηγή εσόδου), ή σε ένα base case (βασικό σενάριο) θεωρείται ότι έχει μηδενικό κόστος, καθώς δεν είναι πάντα εφικτό για μια μονάδα να έχει έξτρα έσοδα από την πρώτη ύλη.
Τέλος, στο ερώτημα ποια από τις ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζει σήμερα τις καλύτερες πρακτικές στον τομέα του βιομεθανίου, ο κ. Ρηγόπουλος απάντησε, ότι τόσο η Γερμανία και η Γαλλία όπως και η Ιταλία, η οποία μάλιστα θέσπισε πρόσφατα έναν ιδιαίτερα ελκυστικό νόμο για το βιομεθάνιο, αποτελούν καλά παραδείγματα. Για τη συνολικότερη όμως διαχείριση ξεχωρίζει τη Δανία, μία πολύ μικρή χώρα, η οποία έχει θέσει ως στόχο να καλύψει μέχρι το 2030, το 100% των αναγκών της σε φυσικό αέριο από την εγχώρια παραγωγή βιομεθανίου.
Βέβαια, η αρχική στροφή της Δανίας στο βιομεθάνιο αποφασίστηκε ήδη από το 2011. Τα πρώτα κίνητρα για την ανάπτυξη του κλάδου θεσπίστηκαν το 2012 και στη συνέχεια με ένα σοβαρό πακέτο μέτρων και προσήλωση στο πλάνο της, η Δανία πέτυχε μετά από 15 χρόνια σημαντικά αποτελέσματα.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Ρηγόπουλος επεσήμανε ότι αξίζει να συγκεντρωθούν οι πλέον χαρακτηριστικές πρακτικές για το βιομεθάνιο που ακολουθούν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να αποτελέσουν ένα συνολικό σημείο σύγκρισης και αναφοράς για το ΥΠΕΝ και για όλους τους αρμόδιους φορείς που προετοιμάζουν την λειτουργία της νέας αυτής αγοράς.