Θα διευκρινιστεί το ενδιαφέρον για επενδύσεις σε μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης
Με δυο μήνες καθυστέρηση σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος, ξεκίνησε η δημόσια διαβούλευση για την Ενεργειακή Αξιοποίηση Απορριμμάτων.
Πρόκειται, για μια σημαντική διαβούλευση, στο πλαίσιο της οποίας θα αποσαφηνιστούν οι τελικές αποφάσεις της Πολιτείας αναφορικά με την διάθεση δευτερογενών καυσίμων και υπολειμμάτων σκουπιδιών τα οποία θα παράγονται στην Ελλάδα έως το 2030 και έπειτα από την ανάκτηση υλικών και την ανακύκλωση.
Όπως επίσης αναμένεται εδώ και καιρό, θα διευκρινιστεί, πόσες από τις εκτιμώμενες ποσότητες θα απορροφούν οι τσιμεντοβιομηχανίες και πόσες οι μονάδες ενεργειακής αξιποίησης που πρόκειται να κατασκευαστούν.
Ειδικότερα, στη διαβούλευση έχουν κληθεί οι τσιμεντοβιομηχανίες και άλλοι παραγωγικοί φορείς να δηλώσουν τις ποσότητες απορρόφησης δευτερογενών καυσίμων με βάση την υφιστάμενη παραγωγική δομή τους και τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες επεκτάσεις της δραστηριότητάς τους. Ένας επίσης στόχος του ΥΠΕΝ στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας είναι, η διασφάλιση σε μακροχρόνιο ορίζοντα σταθερού ρυθμού απορρόφησης των δευτερογενών καυσίμων ή και υπολειμμάτων από κάθε ενεργοβόρα βιομηχανία ή μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης.
Γι΄αυτό, στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας θα διερευνηθεί και το πιθανό ενδιαφέρον για επενδύσεις σε μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης και – εφόσον υπάρχει – θα προσδιοριστούν οι ποσότητες δευτερογενών καυσίμων και υπολειμμάτων που μπορεί να απορροφηθούν και οι απαιτήσεις ως προς την ποιότητά τους. Επίσης, θα διερευνηθεί τεχνοοικονομικά μια κρίσιμη παράμετρος που αφορά τη μέγιστη απόσταση μεταφοράς τους (από τον τόπο όπου παράγονται στις μονάδες), η οποία επηρεάζει το συνολικό κόστος της διαχείρισης.
700 χιλιάδες τόνοι θα καταλήγουν στις τσιμεντοβιομηχανίες
Τον δρόμο για τη διαβούλευση, άνοιξε η ολοκλήρωση της σχετικής τεχνικής μελέτης που είχε αναθέσει το 2022 το ΥΠΕΝ σε δυο μελετητικές εταιρείες, προκειμένου καταρχάς να προσδιορίσουν τις ποσότητες των δευτερογενών καυσίμων και υπολειμμάτων σκουπιδιών τα οποία θα παράγονται στην Ελλάδα έως το 2030.
Τελικά τα στοιχεία της μελέτης φαίνεται να είναι πολύ κοντά στις αρχικές εκτιμήσεις του ΥΠΕΝ, σύμφωνα με τις οποίες η εκτίμηση για τα συνολικά παραγόμενα υπολείμματα αστικών αποβλήτων και δευτερογενών καυσίμων το 2030 θα είναι 1.204.000 τόνοι ανά έτος και θα προκύπτουν έπειτα από την ανάκτηση των ανακυκλούμενων υλικών από την επεξεργασία των περίπου 5,5 εκατ. τόνων αστικών απορριμμάτων που παράγονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα.
Από αυτές τις ποσότητες, οι περίπου 700.000 τόνοι θα καταλήγουν στις τσιμεντοβιομηχανίες και οι υπόλοιπες στο δίκτυο των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης που θα αποστελείται από δύο ή τρεις μονάδες καύσης ενεργειακής αξιοποίησης μέσω θερμικής επεξεργασίας. Μία στην Αττική, μία στην Πτολεμαΐδα, στις υπό απολιγνιτοποίηση εκτάσεις της ΔΕΗ και πιθανώς μία στην Κρήτη η οποία θα εξυπηρετεί και τα νησιά. Δεν είναι γνωστό αν για τις μονάδες της Αττικής και της Κρήτης προβλέπονται χώροι για την χωροθέτηση, η παραγωγή πάντως των υλικών ανά μονάδα υπολογίστηκε σε χρονικό ορίζοντα 25ετίας.
Σε ότι αφορά τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις αναφορικά με την καύση, η τεχνική έκθεση του ΥΠΕΝ τις προσδιορίζει αναλυτικά, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Διαβάστε εδώ την Έκδοση Συμπερασμάτων από το συνέδριο “Ενεργειακή Αξιοποίηση Απορριμμάτων – Βιομάζα”, που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο στην Αθήνα, με αθρόα συμμετοχή των φορέων της αγοράς αλλά και της Αυτοδιοίκησης.